- πεντηκοντάπαις
- -παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μαυτός που έχει πενήντα παιδιάαρχ.αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί-παις)].
Dictionary of Greek. 2013.