πεντηκοντάπαις

πεντηκοντάπαις
-παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μ
αυτός που έχει πενήντα παιδιά
αρχ.
αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί-παις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντάπαις — consisting of fifty children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”